δαπανηρά

δαπανηρά
δαπανηρός
lavish
neut nom/voc/acc pl
δαπανηρά̱ , δαπανηρός
lavish
fem nom/voc/acc dual
δαπανηρά̱ , δαπανηρός
lavish
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δαπανηράν — δαπανηρά̱ν , δαπανηρός lavish fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαπανηράς — δαπανηρά̱ς , δαπανηρός lavish fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άφλαστο — Έτσι ονομαζόταν το πάνω άκρο της πρύμνης των αρχαίων καραβιών. Κατασκευασμένο από λεπτές σανίδες, καμπυλωμένες προς τα πάνω και προς το εσωτερικό του καραβιού, χρησίμευε για να προφυλάξει τον κυβερνήτη του από τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες. Η… …   Dictionary of Greek

  • ακριβο- — Γλωσσ. α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων τής Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα. Το ακριβο προήλθε είτε από το επίθ. ακριβός (κατά τη σύνθεσή του με ονόματα κυρίως) ή από το παράγωγο επίρρ. ακριβά (κατά τη σύνθεσή του με ρήματα). Το ακριβο ως …   Dictionary of Greek

  • γελοιογραφία — Η τέχνη της παραμόρφωσης των χαρακτηριστικών ενός προτύπου με σκοπό να το σατιρίσει, να το ερμηνεύσει ή να τονίσει, υπερβάλλοντάς τα, ορισμένα ψυχολογικά στοιχεία της προσωπικότητάς του. Η γ. μπορεί ακόμα να διακωμωδήσει ή να καυτηριάσει έναν… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • μουμιοποίηση — Μέθοδος η οποία αποβλέπει στη συντήρηση του σώματος του νεκρού και η οποία χρησιμοποιήθηκε από πολλούς λαούς, αρχαίους και σύγχρονους. Η μ. μπορεί να γίνει με πολλούς τρόπους με τη θερμότητα (αποξήρανση του πτώματος με τον καπνό ή την έκθεση στην …   Dictionary of Greek

  • προετικός — ή, όν, Α [προΐημι] 1. αυτός που εκπέμπει, που στέλνει εύκολα προς τα έξω 2. αυτός που χαρίζει, που παρέχει με αφθονία 3. σπάταλος. επίρρ... προετικῶς δαπανηρά, σπάταλα …   Dictionary of Greek

  • Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”